- διψητικός
- διψητικός, -ή, -όν (AM)1. διψαλέος2. αυτός που προξενεί δίψα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διψητικά — διψητικός thirsty neut nom/voc/acc pl διψητικά̱ , διψητικός thirsty fem nom/voc/acc dual διψητικά̱ , διψητικός thirsty fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικῶν — διψητικός thirsty fem gen pl διψητικός thirsty masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικόν — διψητικός thirsty masc acc sg διψητικός thirsty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικώτατα — διψητικός thirsty adverbial superl διψητικός thirsty neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικώτατον — διψητικός thirsty masc acc superl sg διψητικός thirsty neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικοί — διψητικός thirsty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικούς — διψητικός thirsty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικῶς — διψητικός thirsty adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικώταται — διψητικός thirsty fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψητικώτατος — διψητικός thirsty masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)